- χραίσμη
- ἡ, Απροστασία ή βοήθεια.[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. τού ρ. χραισμῶ*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χραίσμη — help fem nom/voc sg (attic epic ionic) χραισμέω ward off pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) χραισμέω ward off imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χραίσμῃ — χραίσμη help fem dat sg (attic epic ionic) χραισμέω ward off aor subj mp 2nd sg (epic) χραισμέω ward off aor subj act 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χραισμῇ — χραισμέω ward off pres subj mp 2nd sg χραισμέω ward off pres ind mp 2nd sg χραισμέω ward off pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χραίσμῃσι — χραίσμη help fem dat pl (epic ionic) χραισμέω ward off aor subj act 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χραίσμῃσιν — χραίσμη help fem dat pl (epic ionic) χραισμέω ward off aor subj act 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ου — (I) (ΑΜ oὐ, Α και οὐχί και οὐκί) (αρν. μόριο τής αρχαίας το οποίο χρησιμοποιείται πριν από σύμφωνο, συμπεριλαμβανομένου και τού δίγαμμα, ενώ το οὐκ και το οὐχ χρησιμοποιούνται πριν από φωνήεν που ψιλούται ή δασύνεται, αντίστοιχα, στο τέλος δε… … Dictionary of Greek
χραίσμησις — ήσεως, ἡ, Α [χραισμῶ] χραίσμη* … Dictionary of Greek
χραισμήεις — εσσα, εν, Α χρήσιμος, ωφέλιμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χραίσμη «προστασία, βοήθεια» + κατάλ. ήεις (βλ. και λ. όεις), πρβλ. τολμ ήεις] … Dictionary of Greek
χραισμήϊον — τὸ, Α μέσο βοήθειας ή θεραπείας. [ΕΤΥΜΟΛ. < χραίσμη «προστασία, βοήθεια» + κατάλ. ήϊον, ουδ. τής κατάλ. ήϊος (πρβλ. ἱερ ήϊον)] … Dictionary of Greek
χραῖσμ' — χραῖσμαι , χραίσμη help fem nom/voc pl χραῖσμε , χραισμέω ward off aor imperat act 2nd sg (epic) χραῖσμε , χραισμέω ward off aor ind act 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)